ΑΡΘΡΑ
Η αιματουρία, μακροσκοπική ή μικροσκοπική, αποτελεί συχνή εκδήλωση των παθήσεων του ουροποιητικού συστήματος και η επίπτωσή της αυξάνεται με την ηλικία.
Η αιματουρία μπορεί να προέρχεται από το νεφρικό σπείραμα (από τα τριχοείδή αγγεία του νεφρού) ή να οφείλεται σε εξωσπειραματικά αίτια. Οι παθήσεις που μπορεί να προκαλέσουν μη σπειραματική αιματούρια αφορούν τους νεφρούς, λοιπά όργανα του ουροποιητικού συστήματος και συστηματικά νοσήματα όπως: όγκοι, λιθίαση, υπερασβεστιουρία, αρτηριοφλεβώδεις δυσπλασίες, σπογγώδης νεφρός, πυελονεφρίτιδα, φυματίωση, πολυκυστική νόσος, καλοήθης υπερπλασία του προστάτη, κυστίτιδα, προστατίτιδα, ουρηθρίτιδα, αιμορραγική διάθεση, φάρμακα (αντιπηκτικά) και πιο σπάνια λοιμώδη νοσήματα (σχιστόσωμα,χλαμύδια κ.λ.π).
Η σπειραματική αιματουρία μπορεί να λάβει μία από τις ακόλουθες κλινικές μορφές:
επιμένουσα αμιγής μικροσκοπική αιματουρία
επιμένουσα μικροσκοπική αιματουρία και λευκωματουρία
οξεία μακροσκοπική αιματουρία και λευκωματουρία
αιματουρία – χαμηλή οσφυαλγία.
Τέτοια νοσήματα (ή καλύτερα σπειραματονεφρίτιδες) που προκαλούν αιματουρία είναι η IgA νεφροπάθεια, νεφρίτιδα του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου, νεκρωτικές αγγειίτιδες, κληρονομικά, νοσήματα όπως το σύνδρομο Alport και νόσος της λεπτής βασικής μεμβράνης, καθώς και άλλα αίτια σπειραματονεφριτίδων που συνοδεύονται από νεφρωσικό σύνδρομο (βαριά λευκωματουρία,οίδημα κάτω άκρων), όπως είναι η μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα, η εστιακή τμηματική σπειραματονεφρίτιδα κλπ.
Η παρουσία αίματος στα ούρα μπορεί να διαγνωστεί με την επισκόπηση των ούρων,τη χρήση ειδικών ταινιών (dipstick) και τη μικροσκοπική ανάλυση του ιζήματος των ούρων. Για τη διάκριση μεταξύ σπειραματικής και έξωσπειραματικης προέλευσης της αιματουρίας, εκτός από τη μικροσκοπική εξέταση, έχει χρησιμοποιηθεί και η κυτταρομετρία ροής.
Ο βασικός έλεγχος της μη σπειραματικής αιματουρίας περιλαμβάνει την απλή ακτινογραφία νεφρών - ουρητήρων - κύστεως, υπερηχογράφημα νεφρών, καλλιέργεια ούρων ή προστατικού εκκρίματος, κυτταρολογική ούρων, αξονική τομογραφία του ουροποιητικού συστήματος, κυστεοσκόπηση και εργαστηριακό έλεγχος νεφρικής λειτουργίας και ηλεκτρολυτών.
Ο έλεγχος της σπειραματικής αιματουρίας, ανάλογα αν συνοδεύεται ή όχι από λευκωματούρια, περιλαμβάνει συνήθως τη βιοψία νεφρού και εργαστηριακό έλεγχο προς αποκλεισμό συσχέτισης της σπειρανατονεφρίτιδας με συστηματικά νοσήματα.
Η συχνότητα της αιματουρίας είναι αξιοσημείωτα υψηλή στο γενικό πληθυσμό γι’ αυτό απαιτείται προσεκτική προσέγγιση.
H διαβητική νεφροπάθεια είναι μία συχνή και σοβαρή επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη και αποτελεί την κύρια αιτία χρόνιας νεφρικής νόσου τελικού σταδίου στις ανεπτυγμένες χώρες.
Σε ποσοστό 20-30%, τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2 θα αναπτύξουν διαβητική νεφροπάθεια 10-15 χρόνια από την έναρξη της νόσου. Η πρώιμη διάγνωση της διαβητικής νεφροπάθειας στηρίζεται στην ανίχνευση μικρών ποσών λευκωματίνης στα ούρα, που χαρακτηρίζονται ως μικρο- λευκωματινουρία και αποτελεί ανεξάρτ ητο παράγοντα κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 ή 2. Ως μικρο- λευκωματινουρία ορίζεται η απέκκριση στα ούρα 30–300 mg λευκωματίνης το 24ωρο, σε 2 από 3 συλλογές ούρων σε χρονικό διάστημα 3–6 μηνών.
O παθοφυσιολογικός μηχανισμός της διαβητικής νεφροπάθειας είναι πολύπλοκος και περιλαμβάνει διάφορες μεταβολικές και αιμοδυναμικές διαταραχές, που υφίσταται ο νεφρόςμ καθώς και γενικότερα τη φλεγμονή των μικρών αγγείων του νεφρού. Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου που ενοχοποιούνται στη διαβητική νεφροπάθεια είναι:
Τα αυξημένα επίπεδα λευκωματινουρίας
Το κάπνισμα
Το άρρεν φύλο
Η ηλικία
Η υψηλή αρτηριακή πίεση
Το χαμηλό ανάστημα
Η μεγάλη διάρκεια σακχαρώδους διαβήτη
Η αυξημένη LDL, τα τριγλυκερίδια
Γενετικοί παράγοντες (οικογενειακό ιστορικό νεφροπάθειας, αρτηριακής υπέρτασης, ΑCE πολυμορφισμός)
Διάγνωση και κλινική προσέγγιση της διαβητικής νεφροπάθειας
Ένα διαβητικός, για να αποκλείσει το ενδεχόμενο να πάσχει από διαβητική νεφροπάθεια, θα πρέπει να προσδιορίσει την ποσότητα και την ανίχνευση της λευκωματίνης, συνήθως με συλλογή ούρων 24ώρου ή από ένα τυχαίο δείγμα ούρων.
Επίσης, θα πρέπει να μετρήσει την αρτηριακή του πίεση εάν είναι αυξημένη (>130/80mmHg) και να υποβληθεί σε εξέτασεις αίματος, για να προσδιοριστεί η τιμή της κρεατινίνης του ορού και να εκτιμηθεί ο ρυθμός της νεφρικής λειτουργίας. Ακόμα, θα πρέπει να επισκεδτεί τον οφθαλμίατρο, για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας, που σχετίζεται άμεσα με τη νεφροπάθεια από διαβήτη.
Οι οδηγίες για την πρόληψη και την θεραπεία της επιβεβαιωμένης διαβητικής νεφροπάθειας περιλαμβάνουν:
Τον αυστηρό και εντατικοποιημένο έλεγχο σακχάρου αίματος με στόχο γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c< 7% )
Τον αυστηρό έλεγχο της αρτηριακής πίεσης με στόχο την ΑΠ<130/80mmHg
Τη χορήγηση αντιυπερτασικών φαρμάκων, που μειώνουν την λευκωματουρία όπως είναι οι αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσi νης ή αναστολείς του υποδοχέα αγγειοτενσίνης ΙΙ
Τον περιορισμό των λιπιδίων με τη χορήγηση στατινών, με στόχο LDL<100
Τη μείωση των πρωτεϊνών από τη διατροφή (κρέας)
Τη μείωση στο αλάτι που βάζουμε στο φαγητό
Την ενίσχυση της σωματικής δραστηριότητας
Τη διακοπή του καπνίσματος
Τον περιορισμό του οινοπνεύματος
Την απώλεια βάρους σε παχύσαρκα άτομα
Την αποφυγή νεφροτοξικών παραγόντων, όπως αντιφλεγμονώδη φάρμακα ή σκιαγραφικά μέσα, που χορηγούνται σε απεικονιστικούς ελέγχους
Ο περιοδικός έλεγχος των διαβητικών ασθενών για την πιθανή ανεύρεση μίας πρώιμης νεφρικής βλάβης είναι απαραίτητος ,με σκοπό την έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση, ώστε να μειωθεί ο επιπολασμός της διαβητικής νεφροπάθειας.